- ζάπτι
- τοβλ. ζάφτι.[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ζάφτι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζάφτι — και ζάπτι και ζάπι, το (Μ ζάφτι και ζάπτι) 1. κατάληψη 2. περιορισμός, «μέτρο», φειδώ 3. φρ. «κάνω ζάφτι» ή «κάνω ζάπι» καταβάλλω, δαμάζω, επιβάλλομαι, κάνω κάποιον υποχείριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zapti] … Dictionary of Greek